- επιτάρροθος
- ἐπιτάρροθος, ὁ, επικ. τ. αντί ἐπίρροθος (Α)1. (κυρ. για θεούς) βοηθός, προστάτης, υπερασπιστής («εἴ πού τις καὶ ἐμοὶ γε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστιν», Ομ. Ιλ.)2. κυρίαρχος, ηγεμόνας, κύριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται κάποια σχέση με το επίρροθος «βοηθός», η οποία όμως δεν ερμηνεύεται ικανοποιητικά].
Dictionary of Greek. 2013.